пьющий - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

пьющий - translation to πορτογαλικά


пьющий      
dado a bebidas, amigo do copo
bebedor m      
пьющий; любитель выпить
bebedor         
FONTE PARA O CONSUMO DE ÁGUA
Bebedoiro; Bebedor
пьющий, любитель выпить

Ορισμός

пьющий
1. м. разг.
Тот, кто употребляет спиртные напитки часто или в большом количестве.
2. прил.
Из прич. по знач. глаг.: пить (2).
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για пьющий
1. Говорят: "Пьющий и закусывающий". Просто пьющий - босяк.
2. Целые досье из разных пунктов - "владение вокальной музыкой", "пьющий - не пьющий"... - А это еще зачем?
3. Он пьющий человек". Ну, подумаешь, говорю, еще один в России пьющий, тоже невидаль.
4. "Каждый пьющий - дезертир, а каждый закусывающий - мародер!
5. Пьющий заметно протрезвел, поющий резко замолчал.